αστερέωτος

αστερέωτος
η , ο [ος , ον ] см. αστέριωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αστερέωτος" в других словарях:

  • αστερέωτος — και αστέριωτος, η, ο (Μ ἀστερέωτος, ον) 1. εκείνος που δεν στερεώθηκε σε ασφαλή βάση, που δεν στηρίζεται στερεά 2. αυτός που δεν μπορεί να στερεωθεί μσν. ο άκυρος …   Dictionary of Greek

  • αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»